αιαγμός

αιαγμός
αἰαγμός, ο (Μ) [αἰάζω]
το αίαγμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αιάζω — αἰάζω (Α) 1. φωνάζω αιαί, θρηνώ, ολολύζω, μοιρολογώ 2. αναστενάζω, φυσώ δυνατά, ξεφυσάω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ηχοποιημένη λ. από το επιφών. αἴ*. ΠΑΡ. αρχ. αἴαγμα, αἰακτός μσν. αἰαγμός, αἴασμαι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”